- ύδος
- -εος και -ους, τὸ, Α(ποιητ. τ.) βλ. ὕδωρ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πηλαμύς — ύδος, ἡ, ΜΑ η παλαμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., ή τ. τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Ωστόσο έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τον τ. πηλός] … Dictionary of Greek
σύνηλυς — υδος, ὁ, ἡ, ΜΑ 1. αυτός που έρχεται ή πορεύεται μαζί με άλλον 2. (κατ επέκτ.) αυτός που συγκεντρώνεται στο ίδιο σημείο με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ηλυς (< θ. εληθ , συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας ελευθ , πρβλ. ἐλεύσομαι, μελλ. τού ρ … Dictionary of Greek
χηραμύς — ύδος, ἡ, Α βλ. χηραμίς … Dictionary of Greek
χλαμύς — ύδος, ἡ, ΜΑ βλ. χλαμύδα … Dictionary of Greek
ψευδέμυς — υδος, η, Ν ζωολ. γένος νεροχελωνών τής οικογένειας εμυδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. pseudemys (< ψευδ[ο] * + ἐμύς «χελώνα τών γλυκών νερών»)] … Dictionary of Greek
κροκύδα — η (AM κροκύς, ύδος) το λεπτό χνούδι που αποσπάται από μάλλινο ύφασμα αρχ. φρ. 1. «κροκεὺς ἑδρική» υπόθετο 2. «κροκύδας ἀφαιρεῑν» το να τινάζει κάποιος το χνούδι από τα ενδύματα ενός ισχυρού, το να «ξεσκονίζει», να φέρεται με δουλοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
οξύς — (I) εία, ύ (ΑΜ ὀξύς, εῑα, ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα) 1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός 2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός 3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία… … Dictionary of Greek
χηραμίς — ίδος, και χηραμύς, ύδος, ἡ, Α 1. είδος πλατιού κοχυλιού που χρησίμευε ως μονάδα μέτρησης 2. (κατά τον Ησύχ.) «χηραμίδες χηραμοί, τὰ κοίλα καὶ ἔχοντα κενώματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < χηραμός «κοίλωμα, οπή» + κατάλ. ις (πρβλ. φωλ ίς). Η λ. απαντά και με τη … Dictionary of Greek
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek
хламида — церк., др. русск., ст. слав. хлам{ипсилон }да, хламида (Зогр., Остром., Еuсh. Sin.). Из греч. χλαμύς, род. п. ύδος плащ ; см. Фасмер, ИОРЯС 12, 2, 286; Гр. сл. эт. 220 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера